χακί — το, Ν 1. ανοικτόφαιο χρώμα, παραπλήσιο με το χρώμα τού χώματος σε διάφορες αποχρώσεις 2. ύφασμα με αυτό το χρώμα χρησιμοποιούμενο κυρίως για στρατιωτικές στολές 3. μτφ. α) στρατιωτική στολή («ντύθηκε στο χακί») β) ο στρατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ.… … Dictionary of Greek
Στερμίλι, Χακί — Αλβανός συγγραφέας (Ντίμπερ 1895 – Τίρανα 1953). Προοδευτικός δημοκράτης, πήρε μέρος σε διάφορα κινήματα για την ανεξαρτησία της πατρίδας του καθώς και στους κοινωνικούς της αγώνες. Αξιόλογα έργα του είναι το δράμα Η αξιολύπητη Ντιμπράνα και το… … Dictionary of Greek
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
αμπέχονο — Είδος αρχαίου μανδύα, μετρίου μεγέθους. Αναφέρεται από συγγραφείς, καθώς και σε επιγραφές και ιδιαίτερα σε καταλόγους αφιερωμάτων στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, στην ακρόπολη της Αθήνας. Παραλλαγή του ήταν το αμπεχόνιο, πιο μικρό και πιο… … Dictionary of Greek
αντίσκηνο — Είδος σκηνής που χρησιμοποιείται κυρίως από στρατιώτες. Κατασκευάζεται από τετράγωνο αδιάβροχο ύφασμα με επιφάνεια συνήθως 2,5 τ.μ., σε χρώμα σκούρο γκρι ή χακί, κατάλληλο για συγκάλυψη. Το α. αποτελεί στέγη για έναν στρατιώτη, μπορεί όμως να… … Dictionary of Greek
μεταξωτός — ή, ό (ΑΜ μεταξωτός, ή, όν) [μέταξα] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μετάξι, ο μετάξινος ή μεταξένιος («μεταξωτό μαντίλι» 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταξωτό(ν) ύφασμα ή ένδυμα από μετάξι («τόσο πολύ τήν αγαπάει που τήν έντυσε στα μεταξωτά»)… … Dictionary of Greek
περισκελίδα — η / περισκελίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος τού κορμού και χωριστά καθένα από τα δύο σκέλη, το πανταλόνι ή παντελόνι 2. φρ. α) «ανδρική περισκελίδα» το ανδρικό πανταλόνι β) «στρατιωτική περισκελίδα» i. μακρύ… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Δρόσος, Γεώργιος — (1912 – 1980). Δημοσιογράφος, πολιτευτής και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στη σχολή εμπορικών και οικονομικών επιστημών της Μασσαλίας. Εργάστηκε σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες και στη … Dictionary of Greek
hac — HAC1, (2) hacuri, s.n. 1. (În expr.) A i veni (cuiva sau la ceva) de hac = a găsi modalitatea, sistemul de a învinge, de a face inofensiv pe cineva sau ceva care supără, care provoacă nemulţumiri. 2. (înv.) Salariu, leafă. – Din tc. hak. Trimis… … Dicționar Român